- θανατολογία
- ηη μελέτη τών συνθηκών, τών αιτίων και τής φύσεως τού θανάτου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thanatology < thanato- (πρβλ. θάνατος) + -logy (πρβλ. -λογία < -λογος < λόγος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Sterbeforschung — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. Der Ausdruck Thanatologie (gr. θανατολογία, von θάνατος thánatos… … Deutsch Wikipedia
Thanatologie — Der Ausdruck Thanatologie (gr. θανατολογία, von θάνατος thánatos „Tod“ und logie) bezeichnet die Wissenschaft vom Tod, vom Sterben und der Bestattung. Das Augenmerk dieser Wissenschaft liegt auf den psychologischen und soziologischen Aspekten des … Deutsch Wikipedia
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek